ευκαιρώ — ευκαιρώ, ευκαίρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευκαιρώ — ευκαίρησα, έχω χρόνο στη διάθεσή μου, αλλ. αδειάζω: Την εβδομάδα αυτή δεν ευκαιρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκαιρῶ — εὐκαιρέω have opportunity pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐκαιρέω have opportunity pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαίρῳ — εὔκαιρος well timed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φκαιραίνω — Ν (διαλ. τ.) ευκαιρώ, αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκαιρώ (πρβλ. φτηνός: ευθηνός)] … Dictionary of Greek
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
ευκαίρημα — εὐκαίρημα, τὸ (Α) [ευκαιρώ] καθετί που γίνεται στην κατάλληλη περίσταση … Dictionary of Greek
ευκαίριμος — εὐκαίριμος, ον (ΑΜ) [ευκαιρώ] αυτός που γίνεται σε εύθετο χρόνο, στην κατάλληλη εποχή … Dictionary of Greek
ευκαιρητής — εὐκαιρητής, ὁ (Μ) [ευκαιρώ] αυτός που εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες … Dictionary of Greek
ευσχολώ — εὐσχολῶ, έω (Α) [εύσχολος] 1. είμαι εύσχολος, ευκαιρώ 2. έχω ευκαιρία να κάνω κάτι … Dictionary of Greek